ἀμπιπλάντες

ἀμπιπλάντες
ἀναπίμπλημι
fill up
pres part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πότμος — ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. καθετί που συμβαίνει τυχαία σε κάποιον 2. μοίρα, τύχη, συνήθως κακή 3. θάνατος που καθορίζεται από το πεπρωμένο, μοιραίος θάνατος («ὀλόμην καὶ πότμον ἐπέσπον», Ομ. Οδ.) 4. ως κύριο όν. Πότμος η Μοίρα («ὁ μέγας Πότμος», Πίνδ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”